παρατρέπω

παρατρέπω
ΝΜΑ
στρέφω κάποιον ή κάτι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω να παρεκκλίνει από την κατεύθυνση του, παρεκτρέπω («εἰ τὸν ποταμόν ἐστι παρατρέψαντα ἑτέρη ἐς θάλασσαν ἐξαγαγεῑν», Ηρόδ.)
νεοελλ.-αρχ.
μέσ. εκτρέπομαι, αποπλανώμαι, βγαίνω έξω από το δρόμο μου («παρατρεπόμενος εἰς Τένεδον», Ξεν.)
μσν.
(για κρασί) μεταβάλλομαι σε ξίδι, ξινίζω («οἴνω παρατραπέντι ὑδαρέστερον», Γεωπον.)
αρχ.
1. τρέπω προς άλλο μέρος ή κατεύθυνση, ηνιοστροφώ* («παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους ἐκτὸς ὁδοῡ», Ομ. Ιλ.)
2. σπρώχνω κάτι έξω από τον δρόμο («Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός», Πίνδ.)
3. (ενεργ. και παθ.) αλλοιώνω, μεταβάλλω τη γνώμη κάποιου («ταχέως δὲ παρέτραπε δῶρα θεά», Ησίοδ.)
4. αλλάζω, μεταβάλλω κάτι («οὐκ οἷά τε αὐτὸ παρατρέψαι», Ηρόδ.)
5. αίρω, απομακρύνω («παρατρέπειν τὸ ἐν κακίᾳ εἰρημένον», Απολλ. Δύσκ.)
6. παρεκκλίνω («παρετράπη τῆς πατρῴας πίστεως», Θεοδώρ.)
7. απατώ, εξαπατώ, παραπλανώ
8. (για τον αέρα κατά τις επιδημίες) χαλνώ, μεταβάλλω σε δυσμενή («παρατρέπειν τὰς κράσεις», Αέτ.)
9. μέσ. έχω σχέσεις ή δοσοληψίες με κάποιον
10. αλλάζω το περιεχόμενο ψηφίσματος ή ανακαλώ ψήφισμα
11. φρ. α) «παρατρέπομαι τοῡ λόγου» — κάνω παρέκβαση από το λόγο μου
β) «παρατρέπω τὸν λόγον» — δίνω άλλη κατεύθυνση στον λόγο μου, επομ. διαστρέφω ή νοθεύω το λόγο μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρατρέπω — turn aside pres subj act 1st sg παρατρέπω turn aside pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατετραμμένα — παρατρέπω turn aside perf part mp neut nom/voc/acc pl παρατετραμμένᾱ , παρατρέπω turn aside perf part mp fem nom/voc/acc dual παρατετραμμένᾱ , παρατρέπω turn aside perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρέπεσθε — παρατρέπω turn aside pres imperat mp 2nd pl παρατρέπω turn aside pres ind mp 2nd pl παρατρέπω turn aside imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρέπῃ — παρατρέπω turn aside pres subj mp 2nd sg παρατρέπω turn aside pres ind mp 2nd sg παρατρέπω turn aside pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρέψει — παρατρέπω turn aside aor subj act 3rd sg (epic) παρατρέπω turn aside fut ind mid 2nd sg παρατρέπω turn aside fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρέψουσι — παρατρέπω turn aside aor subj act 3rd pl (epic) παρατρέπω turn aside fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρατρέπω turn aside fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρέψω — παρατρέπω turn aside aor subj act 1st sg παρατρέπω turn aside fut ind act 1st sg παρατρέπω turn aside aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατρέψῃ — παρατρέπω turn aside aor subj mid 2nd sg παρατρέπω turn aside aor subj act 3rd sg παρατρέπω turn aside fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατετραμμέναι — παρατρέπω turn aside perf part mp fem nom/voc pl παρατετραμμένᾱͅ , παρατρέπω turn aside perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατετραμμένον — παρατρέπω turn aside perf part mp masc acc sg παρατρέπω turn aside perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”